- ομοιοούσιος
- ὁμοιοούσιος, -ον (Α)βλ. ομοιούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομοιούσιος — α, ο (Α ὁμοιούσιος και ὁμοιοούσιος, ον) 1. αυτός που έχει όμοια, αλλά όχι την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, και δεν είναι εντελώς ίδιος 2. εκκλ. θεολογικός όρος τής αίρεσης τής Νικομηδείας, κατά τη διδασκαλία τής οποίας ο Χριστός είναι ως προς όλα… … Dictionary of Greek